σκοινί
Προφορά
Ετυμολογία
σκοινί αρχαία ελληνική σχοινίον, υποκοριστικό του σχοῖνος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σκοινί
✦ σύστρεμμα από ίνες σχοίνου, κάνναβης ή λιναριού που χρησιμοποιείται για το δέσιμο, κρέμασμα κτλ. διαφόρων αντικειμένων
✦ φρ. είναι του σκοινιού και του παλουκιού, άνθρωπος διεφθαρμένος, εξώλης και προώλης – το πήρε σκοινί κορδόνι, επαναλαμβάνει τα ίδια και τα ίδια – το παρατράβηξε το σκοινί, ξεπέρασε τα όρια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–