σκληρός
Προφορά
Ετυμολογία
σκληρός αρχαία ελληνική σκληρός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ σκληρός -ή, -ό
✦ που έχει συμπαγή σύσταση, άκαμπτος, όχι ελαστικός
✦ (συνεκδ.) τραχύς στην αφή
✦ (μτφ. ) κοπιαστικός: σκληρή δουλειά
✦ φρ. είναι σκληρό καρύδι, (μτφ. ) άνθρωπος με μεγάλη σωματική αντοχή, σκληραγωγημένος: ο Στρατής ο Ξένος δεν τρώγεται εύκολα, είναι σκληρό καρύδι (Διδώ Σωτηρίου)· (κ.μτφ.) ανυποχώρητος, πεισματάρης
✦ (πληροφορ.) σκληρός δίσκος, άκαμπτος μεταλλικός δίσκος που έχει μεγάλη χωρητικότητα για την αποθήκευση στοιχείων – σκληρά ναρκωτικά, χαρακτηρισμός για τα ναρκωτικά που παρασκευάζονται χημικώς και προκαλούν εξάρτηση του χρήστη (π.χ. ηρωίνη) – σκληρό νερό, νερό με μεγάλη περιεκτικότητα σε άλατα ασβεστίου και μαγνησίου – σκληρό νόμισμα, νόμισμα το οποίο δεν παρουσιάζει μεγάλες αυξομειώσεις της αξίας του, που έχει σχετικώς σταθερή αξία στις διεθνείς νομισματικές συναλλαγές – σκληρό πορνό, που π υπερβολικά αυστηρός ή άσπλαχνος
✦ άτεγκτος, ανυποχώρητος: σκληρός διαπραγματευτής
✦ (ειδ. για παιδιά) απείθαρχος, δύστροπος
✦ (μτφ. για πράγμ.) αμείλικτος, οδυνηρός: θα ληφθούν σκληρά μέτρα για τους απείθαρχους
Συνώνυμα
άκαρδος, άπονος ,ατίθασος
Αντίθετα
μαλακός, απαλός ,πονετικός, σπλαχνικός ,διαλλακτικός, συμβιβαστικός ,υπάκουος, μαλακός ,ήπιος, επιεικής, ανώδυνος
Επιρρήματα
σκληρά (Κ σκληρώς)