σκλήρωση


σκλήρωση
Προφορά

Ετυμολογία
σκλήρωση μεταγενέστερη ελληνική σκλήρωσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σκλήρωση

✦ σκλήρυνση |(ιατρ.) παθολογική σκλήρυνση οργάνου ή ιστού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.