σκλήρυνση


σκλήρυνση
Προφορά

Ετυμολογία
σκλήρυνση σκληρύνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σκλήρυνση

✦ η προς το σκληρότερο μετατροπή της σύστασης ενός σώματος: σκλήρυνση των ιστών |(ιατρ.) σκλήρυνση κατά πλάκας, νόσος του κεντρικού νευρικού συστήματος
✦ η προς το αυστηρότερο μεταβολή της στάσεως, της συμπεριφοράς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.