σκιτζής


σκιτζής
Προφορά

Ετυμολογία
σκιτζής └τουρκ┘eskici

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σκιτζής

✦ αυτός που επιδιορθώνει παλιά ρούχα και παπούτσια, μπαλωματής
(μτφ. ) αδέξιος τεχνίτης

Συνώνυμα
αλμπάνης
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.