σκιστός


σκιστός
Προφορά

Ετυμολογία
σκιστός αρχαία ελληνική σχιστός

Ερμηνεία
επίθετο┘ σκιστός -ή, -ό

✦ σκισμένος, που φέρει σχισμή, άνοιγμα: φόρεμα σκιστό
✦ για μάτια, που από το σχήμα τους μοιάζουν με σχισμές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.