σκιαγραφώ
Προφορά
Ετυμολογία
σκιαγραφώ αρχαία ελληνική σκιαγραφῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ σκιαγραφώ -είς, -εί
✦ απεικονίζω αντικείμενο με τις γενικές, χαρακτηριστικές γραμμές του, σκιτσάρω
✦ (μτφ. ) περιγράφω, αφηγούμαι κάτι σε γενικές γραμμές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–