σκιαγραφικός
Προφορά
Ετυμολογία
σκιαγραφικός μεταγενέστερη ελληνική σκιαγραφικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ σκιαγραφικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στη σκιαγραφία, ο της σκιαγραφίας
✦ σκιαγραφική ουσία,(ιατρ.) ουσία αδιαφανής στις ακτίνες Χ, η οποία εγχύνεται στο προς ακτινοσκόπηση όργανο ή ιστό του σώματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
σκιαγραφικά (Κ σκιαγραφικώς)