σκιάχτρο
Προφορά
Ετυμολογία
σκιάχτρο σκιάζω (= φοβίζω)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σκιάχτρο
✦ ό,τι προκαλεί φόβο, φόβητρο
✦ (ειδ.) το μέσο που χρησιμοποιούν οι αγρότες, για να διώχνουν τα πουλιά από αμπέλια, κήπους κτλ.
✦ (μτφ. ) άσχημος άνθρωπος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–