σκιά


σκιά
Προφορά

Ετυμολογία
σκιά αρχαία ελληνική σκιά

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σκιά

✦ μέρος χώρου που δεν φωτίζεται, επειδή παρεμβάλλεται ανάμεσα στο χώρο αυτό και στη φωτεινή πηγή αδιαφανές σώμα
✦ σκοτεινό είδωλο σώματος που φωτίζεται από αντίθετη κατεύθυνση
✦ πρόσωπο ή πράγμα που δεν μπορεί να ξεχωρίσει κανείς λόγω της έλλειψης φωτισμού τα χαρακτηριστικά του: δυο σκιές φάνηκε να ξεγλιστρούν στο σκοτάδι
✦ (λαογρ.) πλάσμα χωρίς υλική υπόσταση, φάντασμα, αερικό
✦ η ψυχή του ανθρώπου μετά το θάνατο
✦ (ζωγρ.) σκούρο χρώμα ή το σκοτεινότερο μέρος ενός πίνακα, σχεδίου κτλ.
✦ καλλυντικό προϊόν για βαφή των βλεφάρων
✦ (ειδ.) θέατρο σκιών, τύπος θεάματος κατά το οποίο φιγούρες κινούνται πίσω από φωτισμένη οθόνη, ά. καραγκιόζης
✦ φρ. κατάντησε σκιά από την αρρώστια, την πείνα κτλ., αδυνάτισε πολύ – τρέμει και τη σκιά του, είναι υπερβολικά δειλός – έγινε σκιά του, τον παρακολουθεί παντού
✦ αρχαία ελληνική φρ. περί όνου σκιάς, για ασήμαντα πράγματα, για το τίποτε – σκιάς όναρ άνθρωπος, όνειρο σκιάς ο άνθρωπος, ο άνθρωπος είναι ένα τίποτε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.