σκι


σκι
Προφορά

Ετυμολογία
σκι └γαλλ┘ ski, νορβηγ. αρχής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το σκι

✦ χιονοπέδιλο
✦ χιονοδρομία ή το αντίστοιχο σπορ στη θάλασσα (θαλάσσιο σκι)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.