σκηνοθετώ


σκηνοθετώ
Προφορά

Ετυμολογία
σκηνοθετώ σκηνοθέτης

Ερμηνεία
ρήμα σκηνοθετώ -είς, -εί

✦ ανεβάζω στη σκηνή θεατρικό έργο, διδάσκω τον τρόπο ερμηνείας του έργου
✦ διευθύνω το γύρισμα κινηματογραφικής ταινίας ή τηλεοπτικού προγράμματος
(μτφ. ) προετοιμάζω και εκτελώ πράξη παραπλανητική: έγκλημα σκηνοθετημένο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.