σκαρώνω


σκαρώνω
Προφορά

Ετυμολογία
σκαρώνω σκαρί

Ερμηνεία
ρήμα σκαρώνω

✦ βάζω πλοίο στα σκαριά: και τώρα σκαρώνουνε καινούρια πλεούμενα (μαούνες) (Κ. Βάρναλης) – ο άλλος σκάρωσε μια βάρκα (Π. Πρεβελάκης)
✦ κατασκευάζω, φτιάχνω
(μτφ. ) επινοώ, σχεδιάζω: έχει τη μανία να σκαρώνει μηχανές για να πειράζει τους λογικούς και τους φρόνιμους (Γ. Σεφέρης)
✦ φρ. του τη σκάρωσε, πέτυχε κάτι σε βάρος το

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.