σκαριφώ


σκαριφώ
Προφορά

Ετυμολογία
σκαριφώ αρχαία ελληνική σκαριφῶμαι

Ερμηνεία
σκαριφώ

✦ κ. σκαριφίζω ρ. σχεδιάζω, ιχνογραφώ πρόχειρα, σκιτσάρω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.