σκαριφησμός
Προφορά
Ετυμολογία
σκαριφησμός αρχαία ελληνική σκαριφησμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σκαριφησμός
✦ πρόχειρη ιχνογράφηση |(ιατρ.) μικρή, επιπόλαιη τομή του δέρματος για να προκληθεί ροή μικρής ποσότητας αίματος ή ορού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–