σκαρί
Προφορά
Ετυμολογία
σκαρί μεσαιωνική ελληνική σκαρίον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σκαρί
✦ σχάρα ναυπηγείου
✦ φρ. καράβι στα σκαριά, το ήδη ναυπηγούμενο – έχω στα σκαριά, σχεδιάζω κάτι, καταστρώνω
✦ σκελετός καραβιού: μοσκοβολούσανε και τα καινούρια τα σκαριά πίσσα, κατράμι και λαδομπογιά (Κ. Βάρναλης)
✦ (μτφ. ) σωματική διάπλαση
✦ (μτφ. ) χαρακτήρας, ιδιοσυγκρασία κάποιου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–