σκαπουλάρω


σκαπουλάρω
Προφορά

Ετυμολογία
σκαπουλάρω └ιταλ┘scapolare

Ερμηνεία
ρήμα σκαπουλάρω

✦ ξεφεύγω από κίνδυνο, γλιτώνω: φρ. τη σκαπουλάρισε πάλι (τα κατάφερε να γλιτώσει)
✦ διαφεύγω, ξεγλιστρώ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.