σκανδαλίζω


σκανδαλίζω
Προφορά

Ετυμολογία
σκανδαλίζω μεταγενέστερη ελληνική σκανδαλίζω

Ερμηνεία
σκανδαλίζω

✦ κ. σκανταλίζω ρ. (σκανδ-(-ντ)-άλισα, -αλίστηκα, -αλισμένος) προκαλώ σκάνδαλο
✦ βάζω σε πειρασμό ή σε πονηρή σκέψη
✦ προκαλώ την περιέργεια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.