σκαλιστικός
Προφορά
Ετυμολογία
σκαλιστικός σκαλίζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ σκαλιστικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στο σκάλισμα, ο χρήσιμος για το σκάλισμα: σκαλιστικό εργαλείο
✦ πληθ. ουδ. τα σκαλιστικά ως ουσ., η αμοιβή για το σκάλισμα χωραφιού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–