σκαλίζω


σκαλίζω
Προφορά

Ετυμολογία
σκαλίζω μεταγενέστερη ελληνική σκαλίζω

Ερμηνεία
ρήμα σκαλίζω

✦ σκάβω ελαφρά, ιδ. γύρω από ρίζες φυτών: ποτίζει και σκαλίζει τα λαχανικά (Π. Πρεβελάκης)
✦ (γεν.) ξύνω το χώμα, το έδαφος
(μτφ. ) ψάχνω, ανασκαλεύω, ξεσκαλίζω: είναι επικίνδυνο να σκαλίζεις τη ζωή των γέρων (Μ. Κουμανταρέας)
✦ λαξεύω μάρμαρο, ξύλο κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.