σκαλί


σκαλί
Προφορά

Ετυμολογία
σκαλί μεσαιωνική ελληνική σκαλίν

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σκαλί

✦ καθένα από τα οριζόντια επάλληλα επίπεδα που αποτελούν μια σκάλα, σκαλοπάτι
(μτφ. ) βαθμός, θέση: είμαι ένα σκαλί πιο κάτω στη γενική κατάταξη
(μτφ. ) φρ. σκαλί σκαλί, βαθμιαία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.