σκίνχεντ Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply σκίνχεντΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/6/σκίνχεντ.mp3Ετυμολογίασκίνχεντ └αγγλ┘skinhead (=ξυρισμένο κρανίο) Ερμηνεία σκίνχεντ ✦ άκλ. ουσ. νεαρός με ξυρισμένο κρανίο και ενδύματα στρατιωτικού στιλ, οπαδός μιας ιδεολογίας επιθετικότητας και βίας Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–