σκίνχεντ


σκίνχεντ
Προφορά

Ετυμολογία
σκίνχεντ └αγγλ┘skinhead (=ξυρισμένο κρανίο)

Ερμηνεία
σκίνχεντ

✦ άκλ. ουσ. νεαρός με ξυρισμένο κρανίο και ενδύματα στρατιωτικού στιλ, οπαδός μιας ιδεολογίας επιθετικότητας και βίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.