σκίζω
Προφορά
Ετυμολογία
σκίζω μεσαιωνική ελληνική σκίζω
Ερμηνεία
σκίζω
✦ κ. σχίζω ρ. (έσκισα, σκίστηκα, σκισμένος) κόβω κάτι κατά μήκος, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα μέρη
✦ ανοίγω ρωγμή
✦ (μτφ. ) διαπερνώ: τα πουλιά σκίζουν τον αέρα
✦ (μέσ.) σκίζομαι, διαχωρίζομαι, διακλαδίζομαι
✦ διαμαρτύρομαι έντονα
✦ (μτφ. ) αγωνίζομαι με πάθος για κάτι ή για κάποιον
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–