σκήτη


σκήτη
Προφορά

Ετυμολογία
σκήτη μεταγενέστερη ελληνική σκῆτις, από το τοπωνύμ. της Αιγύπτου Σκῆτις – Σκίτις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σκήτη

✦ μικρή μονή που αποτελεί παράρτημα άλλης μεγαλύτερης
✦ ερημητήριο μοναχού, που εξαρτάται από μία μονή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.