σκήπτρο


σκήπτρο
Προφορά

Ετυμολογία
σκήπτρο αρχαία ελληνική σκῆπτρον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σκήπτρο

✦ πολυτελής ράβδος ως έμβλημα εξουσίας: κρατούσε μικρό σκήπτρο με κόμπους ασημένιους σύμβολο της εξουσίας και του τίτλου του (Άγγ. Τερζάκης)
✦ (συνεκδ.) ηγεμονική εξουσία
(μτφ. ) φρ. κατέχει τα σκήπτρα, υπερέχει ανάμεσα στους ομοίους του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.