σκάρτος
Προφορά
Ετυμολογία
σκάρτος μεσαιωνική ελληνική σκάρτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ σκάρτος -η, -ο
✦ άχρηστος, ακατάλληλος
✦ (για πρόσ.) ηθικά απόβλητος
✦ ουδ. σκάρτο ως ουσ., το άχρηστο, το χωρίς αξία
Συνώνυμα
χαλασμένος, διεφθαρμένος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
σκάρτα, όχι όπως πρέπει:μου φέρθηκε σκάρτα