σκάνω


σκάνω
Προφορά

Ετυμολογία
σκάνω αρχαία ελληνική σκάζω

Ερμηνεία
σκάνω

✦ κ. σκάω κ. σκάνω ρ. (έσκασα, σκασμένος) κάνω κάτι να διαρραγεί
(μτφ. ) στενοχωρώ υπερβολικά: θα με σκάσει με το πείσμα του
✦ (αμτβ.) παθαίνω ρήγμα, ανοίγω, ραγίζω
(μτφ. ) στενοχωριέμαι υπερβολικά, πνίγομαι από δυσφορία: φρ. πάει να σκάσει απ’ το κακό του – μη σκας, μη στενοχωριέσαι – έσκασε στο κλάμα
✦ εκρήγνυμαι: φρ. έσκασε η μπόμπα, μαθεύτηκε κάτι καταπληκτικό – έσκασε στα γέλια, ξέσπασε
✦ (για φυτά) αρχίζω να ανθίζω, μπουμπουκιάζω
✦ (γεν.) αναφαίνομαι: μόλις έσκασε ο ήλιος – έσκασε μύτη, ξεμύτισε
✦ φρ. το σκάω, φεύγω κρυφά, δραπετεύω
✦ προστ. σκάσε, να σκάσεις, (ως βάναυση προσταγή) πάψε, μη μιλάς
✦ φρ. σκάει το χείλι μου, χαμογελώ – σκάω φιλί – μπάτσο, δίνω φίλημα – χαστούκι – σκάω λεφτά, πληρώνω θέλω δε θέλω – σκάω μυστικό, φανερώνω – έσκασε απ’ το φαΐ, έφαγε κατά κόρον

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.