σιχισμός
Προφορά
Ετυμολογία
σιχισμός └αγγλ┘sikhism, από την ινδ. λ. sikh (=μαθητής, οπαδός)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σιχισμός
✦ μονοθεϊστική θρησκεία που ιδρύθηκε στις αρχές του 16ου αιώνα από τον γκουρού Νάνακ, χαρακτηρίζεται από μια σύνθεση ισλαμικών και ινδουιστικών στοιχείων και αποτελεί μία από τις θρησκείες της Ινδίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–