σιφόν


σιφόν
Προφορά

Ετυμολογία
σιφόν αρχαία ελληνική σίφων

Ερμηνεία
σιφόν

✦ (Κ σίφων, -ωνος) σωλήνας για μετάγγιση
✦ σιγμοειδής οχετός λεκάνης αποχωρητηρίου
✦ συσκευή που εκτοξεύει υπό πίεση αεριούχο υγρό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.