σισπανσιόν


σισπανσιόν
Προφορά

Ετυμολογία
σισπανσιόν └γαλλ┘ suspension

Ερμηνεία
σισπανσιόν

✦ άκλ. σύστημα εξαρτημάτων για την ελαστική σύνδεση του αμαξώματος ενός οχήματος στους άξονες των τροχών του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.