σισανές


σισανές
Προφορά

Ετυμολογία
σισανές └περσ┘ λ.

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σισανές

✦ είδος παλιού τουφεκιού που γέμιζε από μπροστά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.