σιρόπι


σιρόπι
Προφορά

Ετυμολογία
σιρόπι └γαλλ┘ sirop

Ερμηνεία
σιρόπι

✦ πυκνόρρευστο διάλυμα ζάχαρης
✦ φαρμακευτικό προϊόν σε μορφή ζαχαρούχου διαλύματος που πίνεται
(μτφ. ) καθετί πολύ γλυκό
✦ (μτφ. συν. στον πληθ.) ερωτικές τρυφερότητες
✦ φρ. τον πήραν τα σορόπια, έβαλε τα κλάματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.