σιρμακέσης


σιρμακέσης
Προφορά

Ετυμολογία
σιρμακέσης └τουρκ┘sirmakes

Ερμηνεία
σιρμακέσης

✦ τεχνίτης που κεντά υφάσματα με χρυσό ή ασημένιο σύρμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.