σιρκουί
Προφορά
Ετυμολογία
σιρκουί └γαλλ┘ circuit (=περίμετρος, γύρος)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το σιρκουί
✦ πίστα όπου διεξάγονται αγώνες ταχύτητας αυτοκινήτων, μοτοσικλετών, ποδηλάτων
✦ αγώνας ταχύτητας αυτοκινήτων, μοτοσικλετών, ποδηλάτων κατά τον οποίο εκτελείται κυκλική διαδρομή και ο τερματισμός γίνεται στο σημείο εκκίνησης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–