σινιέ
Προφορά
Ετυμολογία
σινιέ └γαλλ┘ signé, μτχ. του signer (=υπογράφω)
Ερμηνεία
επίθετο
└άκλιτο┘ σινιέ
✦ (για προϊόν) που φέρει γνωστό και αναγνωρισμένο για την ποιότητά του εμπορικό έμβλημα, σήμα κατατεθέν: σινιέ ρούχα – παπούτσια – ταξιδιωτικά είδη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–