σινιάλο
Προφορά
Ετυμολογία
σινιάλο └ιταλ┘segnale
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σινιάλο
✦ συνθηματικό σημάδι, σήμα
✦ (ειδ.) καθεμιά από τις σημαίες διαφορετικού χρώματος και σχήματος με τις οποίες γίνονται οι συνεννοήσεις ανάμεσα στα πλοία: πέρα, μακριά, κάποιο στερνό σινιάλο του βαποριού που φεύγει (Ναπ. Λαπαθιώτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–