σιναπόσπορος


σιναπόσπορος
Προφορά

Ετυμολογία
σιναπόσπορος σίναπι + σπόρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σιναπόσπορος

✦ ο σπόρος του σιναπιού, που έχει φαρμακευτικές ιδιότητες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.