σινάπι
Προφορά
Ετυμολογία
σινάπι μεσαιωνική ελληνική σινάπι(ο)ν, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού σίναπι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σινάπι
✦ είδος εδώδιμου φυτού, λαψάνα
✦ φρ. κόκκος σινάπεως, κάτι το ελάχιστο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–