σικλαμέν


σικλαμέν
Προφορά

Ετυμολογία
σικλαμέν └γαλλ┘ cyclamen ( =κυκλάμινο)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το σικλαμέν

✦ το χρώμα του κυκλάμινου
✦ └άκλιτο επίθετο┘ αυτός που έχει το χρώμα του κυκλάμινου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.