σικλέτι


σικλέτι
Προφορά

Ετυμολογία
σικλέτι └τουρκ┘sιklet (= βάρος)

Ερμηνεία
σικλέτι

✦ στενοχώρια, θλίψη, μαρασμός, ιδ. από έρωτα

Συνώνυμα
νταλκάς
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.