σικέ


σικέ
Προφορά

Ετυμολογία
σικέ └γαλλ┘ chiqué (= προσποίηση)

Ερμηνεία
επίθετο
άκλιτο┘ σικέ

✦ προσποιητός, στημένος
✦ (αθλητ.) αγώνας σικέ, που το αποτέλεσμά του έχει προσυμφωνηθεί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.