σικ


σικ
Προφορά

Ετυμολογία
σικ └γαλλ┘ chic

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το σικ

✦ κομψότητα, χάρη
✦ (ως επίθ.) αριστοκρατικά κομψός: πολύ σικ η νεάνις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.