σιδηροπώλης


σιδηροπώλης
Προφορά

Ετυμολογία
σιδηροπώλης μεταγενέστερη ελληνική σιδηροπώλης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σιδηροπώλης

✦ αυτός που πουλά σιδερένια κ. γεν. μεταλλικά αντικείμενα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.