σιδηροπωλείο


σιδηροπωλείο
Προφορά

Ετυμολογία
σιδηροπωλείο σιδηροπώλης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σιδηροπωλείο

✦ κατάστημα όπου πουλιούνται σιδερένια κ. γεν. μεταλλικά σκεύη, εργαλεία, καρφιά κτλ., σιδεράδικο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.