σιδερόφραχτος


σιδερόφραχτος
Προφορά

Ετυμολογία
σιδερόφραχτος σίδερο + φράζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ σιδερόφραχτος -η, -ο

✦ φραγμένος με σιδερένια κάγκελα
✦ αυτός που φοράει σιδερένια πανοπλία, ο βαριά οπλισμένος, πάνοπλος: ο αυτοκράτορας με σιδερόφραχτη πολεμική στολή, ακουμπώντας το σπαθί του στεκότανε στις επάλξεις των τειχών (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.