σιδερόπανο
Προφορά
Ετυμολογία
σιδερόπανο σίδερο + πανί
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σιδερόπανο
✦ κομμάτι υφάσματος που στρώνει κάποιος σε επιφάνεια την οποία χρησιμοποιεί για να σιδερώσει
✦ μικρό κομμάτι υφάσματος που χρησιμοποιείται κατά το σιδέρωμα, για να στρώνεται πάνω στο ρούχο που σιδερώνεται
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–