σιγοβράζω
Προφορά
Ετυμολογία
σιγοβράζω σιγά + βράζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ σιγοβράζω
✦ βράζω κάτι σιγά σιγά, σε μέτρια φωτιά
✦ (αμτβ.) υφίσταμαι αργό βρασμό
✦ (μτφ. φρ.) σιγοβράζει το κακό, ενεργεί χωρίς να πολυφαίνεται
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–