σιγαλιά


σιγαλιά
Προφορά

Ετυμολογία
σιγαλιά σιγαλός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σιγαλιά

✦ ησυχία, ηρεμία, έλλειψη θορύβου: να ‘χες τη δύναμη ν’ ακούς των ουρανών τη σιγαλιά (Κ. Βάρναλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.