σιβαϊσμός


σιβαϊσμός
Προφορά

Ετυμολογία
σιβαϊσμός Σίβα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σιβαϊσμός

✦ η πίστη στο θεό των Ινδών Σίβα, θεωρούμενο ως αρχή του παντός, κέντρο της δημιουργίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.