σιαμαίος
Προφορά
Ετυμολογία
σιαμαίος Σιάμ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ σιαμαίος -α, -ο
✦ ο κάτοικος του Σιάμ, ο καταγόμενος από το Σιάμ
✦ σιαμαίοι αδελφοί, δίδυμα άρρενα από το Σιάμ ενωμένα στο στήθος
✦ (γεν.) δίδυμα που παρουσιάζουν ανάλογη ανωμαλία διαπλάσεως
✦ (μτφ. ) αχώριστοι φίλοι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–